- ἄσχετος
- ἄσχετοςnot to be checkedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άσχετος — η, ο (AM ἄσχετος, ον) αυτός που δεν έχει καμία σχέση με άλλον αρχ. μσν. 1. ακράτητος, ασυγκράτητος 2. ακαταμάχητος 3. απεριόριστος, υπέρμετρος 4. απόλυτος νεοελλ. αδαής, ακατατόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (θ.) σχ , έσχον (αόρ. β του έχω)] … Dictionary of Greek
άσχετος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει σχέση, συνάφεια με κάτι άλλο, διαφορετικός, ανεξάρτητος: Αυτά που είπες είναι τελείως άσχετα με το ζήτημά μας. 2. αυτός που δε σχετίζεται, δεν έχει κοινωνική σχέση ή γνωριμία με κάποιον: Η οικογένειά μου είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσχετωτέρων — ἄσχετος not to be checked fem gen comp pl ἄσχετος not to be checked masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχέτως — ἄσχετος not to be checked adverbial ἄσχετος not to be checked masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀάσχετον — ἄσχετος not to be checked masc/fem acc sg (epic) ἄσχετος not to be checked neut nom/voc/acc sg (epic) ἀάσχετος masc/fem acc sg ἀάσχετος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσχετον — ἄσχετος not to be checked masc/fem acc sg ἄσχετος not to be checked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχέτοις — ἄσχετος not to be checked masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχέτου — ἄσχετος not to be checked masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχέτους — ἄσχετος not to be checked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχέτων — ἄσχετος not to be checked masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)